- λεωφορείο
- Όχημα μεγάλου μεγέθους για μαζική μεταφορά επιβατών σε συγκεκριμένες διαδρομές. Το πρώτο λ. ήταν πιθανότατα μία ιππήλατη άμαξα που πραγματοποιούσε διαδρομές στο Παρίσι (1662). Πέρασαν περίπου δύο αιώνες μέχρι να εμφανιστεί το πρώτο αυτοκινούμενο λ. στο Λονδίνο (1830), το οποίο ήταν μάλλον ατμοκίνητο. Στα τέλη του 19ου αι. άρχισαν να κατασκευάζονται οχήματα τέτοιου τύπου με βενζινοκινητήρα (Γερμανία, 1895). Το σχήμα των λ. άρχισε να παγιώνεται κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. Συγκεκριμένα, τα οχήματα είχαν χαμηλό πλαίσιο, μεγάλο μεταξόνιο (το μήκος του άξονα που συνδέει δύο τροχούς) και ελαστικά μεγάλης διαμέτρου. Ο κινητήρας αρχικά βρισκόταν στο μπροστινό τμήμα, αλλά με την πάροδο του χρόνου άρχισε να τοποθετείται είτε κάτω από το δάπεδο του λ. είτε στο πίσω τμήμα του. Πολλά οχήματα είναι διώροφα (όπως τα κλασικά κόκκινα λ. του Λονδίνου) ή αρθρωτά (φέροντας ένα ρυμουλκούμενο τμήμα για τους επιβάτες) με σκοπό την αύξηση της χωρητικότητας. Τα λ. χωρίζονται βασικά σε αστικά και σε υπεραστικά, ανάλογα με το δρομολόγιο που πραγματοποιούν, διαθέτοντας ξεχωριστά χαρακτηριστικά σε κάθε περίπτωση. Προς όφελος των επιβατών, στα οχήματα αυτά εμφανίζονται πολλές πρωτοποριακές τεχνικές (κινητήρες φυσικού αερίου, ανεξάρτητες υδραυλικές αναρτήσεις κ.ά.).
Στα σύγχρονα λεωφορεία, εμφανίζονται πολλές πρωτοποριακές τεχνικές, όπως οι κινητήρες φυσικού αερίου κ.α.
Τύπος σύγχρονου λεωφορείου.
* * *το1. μεγάλο αυτοκίνητο που χρησιμοποιείται ως μέσο μαζικής μεταφοράς στις αστικές και υπεραστικές συγκοινωνίες2. (στο παρελθόν) ταξιδιωτική ιππήλατη ή αυτοκίνητη άμαξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. omnibus < λατ. omnibus «για όλους», δοτ. πληθ. τού επιθ. omnis «όλος». Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Χρυσαλλίς].
Dictionary of Greek. 2013.